οδοιδόκος

οδοιδόκος
ὁδοιδόκος, ὁ (Α)
(συν. για ληστές) αυτός που παραμονεύει, που καραδοκεί στους δρόμους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδοῖ, τοπική τού ουσ. ὁδός + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενο-δόκος. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής πτώσης αντί τής ονομαστικής στο α' συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὁδοιδόκος — footpad masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιδόκου — ὁδοιδόκος footpad masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιδόκους — ὁδοιδόκος footpad masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁδοιδόκων — ὁδοιδόκος footpad masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Odoedocvs — ODOEDŎCVS, i, Gr. Ὀδοιδόκος, ου, des Opuntes Sohn, welcher mit der Laonome wiederum den Oileus und Kalliarus zeugete. Eustath. ad Hom. Il. Β. v. 531 …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • οδοιδοκώ — ὁδοιδοκῶ, έω (Α) [οδοιδόκος] 1. (συν. για ληστή) στήνω ενέδρα, παραμονεύω στους δρόμους 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «τὰς ὁδοὺς ἐπιτηρῶ» …   Dictionary of Greek

  • οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”